- επιβήτωρ
- (-ρρος) ο1) с.-х. производитель, самец; 2) перен . узурпатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιβήτωρ — one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορα — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορες — ἐπιβήτωρ one who mounts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορι — ἐπιβήτωρ one who mounts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για … Dictionary of Greek